- χειροτονούμαι
- χειροτονούμαι, χειροτονήθηκα, χειροτονημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσχειρίζομαι — Α χειροτονούμαι, διορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χειρίζομαι (< χείρ)] … Dictionary of Greek